- ψευδαργυρίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) είδος ορυκτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδάργυρος + -ίτης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδάργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Zn· ανήκει στη δεύτερη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 30, ατομικό βάρος 65,37 και δεκατρία ισότοπα, από τα οποία πέντε είναι σταθερά. Δεν βρίσκεται ελεύθερος στη… … Dictionary of Greek
εξαγωνικό σύστημα — Ένα από τα επτά κρυσταλλικά συστήματα στα οποία κατατάσσονται τα κρυσταλλικά σχήματα. Περιλαμβάνει τους κρυστάλλους που χαρακτηρίζονται από την παρουσία τεσσάρων κρυσταλλογραφικών αξόνων (αξονικός σταυρός), από τους οποίους οι τρεις βρίσκονται σε … Dictionary of Greek